παρακινδυνευτικός

παρακινδυνευτικός
-ή, -ό / παρακινδυνευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [παρακινδυνεύω]
(για πρόσ. και πράγμ.) τολμηρός, ριψοκίνδυνος.
επίρρ...
παρακινδυνευτικώς και -ά / παρακινδυνευτικῶς, ΝΜΑ
τολμηρά, ριψοκίνδυνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρακινδυνευτικός — παρακινδῡνευτικός , παρακινδυνευτικός venturesome masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακινδυνευτικώτερον — παρακινδῡνευτικώτερον , παρακινδυνευτικός venturesome adverbial comp παρακινδῡνευτικώτερον , παρακινδυνευτικός venturesome masc acc comp sg παρακινδῡνευτικώτερον , παρακινδυνευτικός venturesome neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακινδυνευτικόν — παρακινδῡνευτικόν , παρακινδυνευτικός venturesome masc acc sg παρακινδῡνευτικόν , παρακινδυνευτικός venturesome neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακινδυνευτικοῦ — παρακινδῡνευτικοῦ , παρακινδυνευτικός venturesome masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακινδυνευτικῆς — παρακινδῡνευτικῆς , παρακινδυνευτικός venturesome fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακινδυνευτικῶς — παρακινδῡνευτικῶς , παρακινδυνευτικός venturesome adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακινδυνευτικώτατος — παρακινδῡνευτικώτατος , παρακινδυνευτικός venturesome masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”